- εργεπιστάτης
- ἐργεπιστάτης, ὁ (Α)επιστάτης έργων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐργεπιστάτης — superintendent of works masc nom sg ἐργεπιστατέω to be superintendent of works imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργεπιστάτην — ἐργεπιστάτης superintendent of works masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργεπιστάτας — ἐργεπιστάτᾱς , ἐργεπιστάτης superintendent of works masc acc pl ἐργεπιστάτᾱς , ἐργεπιστάτης superintendent of works masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργοστόλος — ἐργοστόλος, ον (Α) ο εργεπιστάτης … Dictionary of Greek
υποεργεπιστάτης — ὁ, Α αυτός που σε μια ιεραρχία έχει βαθμό κατώτερο τού επιστάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐργεπιστάτης «επιστάτης έργων»] … Dictionary of Greek